- σκάψιμο(ν)
- το рытьё, копание, копка; вскапывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκάψιμο — το, ατος 1. το να σκάβει κάποιος: Τον κούρασε το σκάψιμο του αμπελιού. 2. σκάλισμα, λάξεμα: Το σκάψιμο του μαρμάρου έγινε με μεγάλη υπομονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάψιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκάβω, σκαφή 2. κοίλωμα, γλυφή, σκάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαψ τού αορ. έ σκαψ α τού σκάβω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
σκαπτικός — και σκαφτικός, ή, ό, Ν [σκάπτω / σκάφτω] 1. αυτός που αναφέρεται στο σκάψιμο ή που είναι κατάλληλος για σκάψιμο (α. «σκαπτικά εργαλεία» β. «σκαπτική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαπτικά και σκαφτικά η πληρωμή για το σκάψιμο, η αμοιβή… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αξίνα — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν… … Dictionary of Greek
κατασκαφή — η (AM κατασκαφή) [κατασκάπτω] 1. σκάψιμο πολύ βαθιά στη γή, βαθύ σκάψιμο ώς τα θεμέλια 2. η κατεδάφιση εκ θεμελίων, το γκρέμισμα («ἰὼ κατασκαφαὶ δόμων», Αισχύλ.) αρχ. τάφος («εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς», Σοφ.) … Dictionary of Greek
μάκελλα — και μακέλλη, η (Α μάκελλα και μακέλη) γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, τσάπα, τσαπί («θεράπων μακέλλην ἔχων ἐπιφοροίη τῆς γῆς αὐτοῑς», Λουκιαν.) μσν. σφαγείο αρχ. μτφ. κεραυνός («μή σου γένος πανώλεθρον Διὸς μακέλλῃ πᾱν ἀναστρέψῃ Δίκη», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek
ορυκτός — ή, ό 1. αυτός που βγαίνει από τη γη με σκάψιμο ή που γίνεται με σκάψιμο: Ορυκτή τάφρος. – Ορυκτό αλάτι. – Ορυκτός πλούτος. 2. ό,τι διατηρείται στη γη σαν απολίθωμα: Ορυκτά φυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
άσκαφος — η, ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, ον) αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος») 2. όποιος δεν… … Dictionary of Greek